- εφαμμα
- ἔφαμμα-ατος τό Polyb. = ἐφαπτίς См. εφαπτις
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
έφαμμα — ἔφαμμα, ατος, τὸ (Α) [εφάπτομαι] ἐφαπτίς*, είδος στρατιωτικού επενδύτη, πανωφοριού … Dictionary of Greek
ἔφαμμα — neut nom/voc/acc sg ἔφαμμος sandy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφάμμασι — ἔφαμμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφάμμασιν — ἔφαμμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφαμματίζω — ἐφαμματίζω (Α) [έφαμμα] προσδένω, δένω μαζί, συνδέω … Dictionary of Greek